χορήγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χορήγι τα χορήγια
      γενική του χορηγιού των χορηγιών
    αιτιατική το χορήγι τα χορήγια
     κλητική χορήγι χορήγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χορήγι < παρετυμολογία προς τη λέξη χορηγώ.  δείτε τη λέξη χωρύγι

Ουσιαστικό

χορήγι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, οικοδομική) παρωχημένη γραφή του χωρύγι: ο ασβέστης,[1][2][3]
      Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά, λόγος τέταρτος, στον στίχο 120 greek-language.gr, στίχοι 119-122
    Κι από τη Λακοδαιμονιά, τη φουμισμένη ακόμα,
    πὄχει τους πύργους, τα καλά τειχιά με το χορήγι,
    κι από τις καστροφύλαχτες τέσσερις πολιτείες
    της Κόρθος, του Άργους, του Αναπλιού, της Μονεβάσιας, άντρες

Συγγενικά

  • Χορήγι (τοπωνύμιο)

  • χορηγείο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 153.
  3. Νίκος Σαραντάκος, Λέξεις που χάνονται (Αθήνα: έκδ. του "Βήματος", 2013), σελ. 265 (α΄ έκδοση: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.