χωροφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χωροφυλακή | οι | χωροφυλακές |
| γενική | της | χωροφυλακής | των | χωροφυλακών |
| αιτιατική | τη | χωροφυλακή | τις | χωροφυλακές |
| κλητική | χωροφυλακή | χωροφυλακές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χωροφυλακή < (μαρτυρείται από το 1833) (ελληνιστική κοινή) χωροφύλαξ
Ουσιαστικό
χωροφυλακή θηλυκό
- αστυνομικό σώμα με στρατιωτικό χαρακτήρα για την τήρηση της τάξης, με χώρο αρμοδιότητας και δράσης (ιστορικά) κυρίως την ύπαιθρο χώρα και τις μικρές επαρχιακές πόλεις
- το κτήριο στο οποίο στεγάζονται οι υπηρεσίες και οι άνδρες της χωροφυλακής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χωροφυλακή
Πηγές
- χωροφυλακή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.