χωροταξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χωροταξία | οι | χωροταξίες |
| γενική | της | χωροταξίας | των | χωροταξιών |
| αιτιατική | τη | χωροταξία | τις | χωροταξίες |
| κλητική | χωροταξία | χωροταξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χωροταξία < χωρο- + -ταξία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χωροταξία θηλυκό
- (επιστήμη) η οποία μελετά τη βελτιστοποίηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο ώστε να καλύπτονται οι οικονομικές λειτουργίες, συγκοινωνιακές διασυνδέσεις, οι κοινωνικές επαφές ή η επικοινωνία και γενικά προωθεί την παραγωγική και κοινωνική συνοχή
Συγγενικά
- πολεοδομία
- χρήσεις γης
- ρυμοτομία
-
χωροταξία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
χωροταξία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.