χωριατάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χωριατάκος | οι | χωριατάκοι |
| γενική | του | χωριατάκου | των | χωριατάκων |
| αιτιατική | τον | χωριατάκο | τους | χωριατάκους |
| κλητική | χωριατάκο | χωριατάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χωριατάκος < χωριάτ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Μεταφράσεις
χωριατάκος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.