χυτρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χυτρισμός οι χυτρισμοί
      γενική του χυτρισμού των χυτρισμών
    αιτιατική τον χυτρισμό τους χυτρισμούς
     κλητική χυτρισμέ χυτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χυτρισμός < αρχαία ελληνική χυτρισμός < χύτρα <χέω

Ουσιαστικό

χυτρισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.