χρωματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρωματικότητα | οι | χρωματικότητες |
| γενική | της | χρωματικότητας | των | χρωματικοτήτων |
| αιτιατική | τη | χρωματικότητα | τις | χρωματικότητες |
| κλητική | χρωματικότητα | χρωματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρωματικότητα < χρωματικ(ός) + -ότητα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική chromaticity
Ουσιαστικό
χρωματικότητα θηλυκό
- η απόχρωση και ο κορεσμός ενός χρώματος όχι όμως η φωτεινότητα
- Μου όρισες ακριβώς την χρωματικότητα, αν δεν μου δώσεις τιμή φωτεινότητας όμως, το προϊόν θα βγει λάθος.
-
Chromaticity στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
χρωματικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.