χρυσοπλύσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χρυσοπλύσιον | τὰ | χρυσοπλύσιᾰ |
| γενική | τοῦ | χρυσοπλυσίου | τῶν | χρυσοπλυσίων |
| δοτική | τῷ | χρυσοπλυσίῳ | τοῖς | χρυσοπλυσίοις |
| αιτιατική | τὸ | χρυσοπλύσιον | τὰ | χρυσοπλύσιᾰ |
| κλητική ὦ! | χρυσοπλύσιον | χρυσοπλύσιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρυσοπλυσίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρυσοπλυσίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χρυσοπλύσιον
- το μέρος που ο χρυσός ξεπλένεται και χωρίζεται από την άμμο και άλλες προσμίξεις
- καὶ τοὺς ἀνύδρους δὲ φορητῶι ἐπικλύζοντες ὕδατι στιλπνὸν ποιοῦσι τὸ ψῆγμα͵ καὶ φρέατα δ᾽ ὀρύσσοντες καὶ ἄλλας τέχνας ἐπινοοῦντες πλύσει τῆς ἄμμου τὸν χρυσὸν ἐκλαμβάνουσι͵ καὶ πλείω τῶν χρυσωρυχείων ἐστὶ νῦν τὰ χρυσοπλύσια προσαγορευόμενα. (Στράβων, Γεωγραφικά, 3, 2, 8)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.