χρονοτριβή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονοτριβή οι χρονοτριβές
      γενική της χρονοτριβής των χρονοτριβών
    αιτιατική τη χρονοτριβή τις χρονοτριβές
     κλητική χρονοτριβή χρονοτριβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονοτριβή < χρονοτριβώ

Ουσιαστικό

χρονοτριβή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.