χρονομίσθωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρονομίσθωση | οι | χρονομισθώσεις |
| γενική | της | χρονομίσθωσης* | των | χρονομισθώσεων |
| αιτιατική | τη | χρονομίσθωση | τις | χρονομισθώσεις |
| κλητική | χρονομίσθωση | χρονομισθώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χρονομισθώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
χρονομίσθωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.