λίζινγκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λίζινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική leasing < lease < μέση αγγλική *lesen < αγγλονορμανδική *leser < παλαιά γαλλική lesser, laisier (αφήνω) < μεσαιωνική λατινική lasso (αφήνω) < λατινική laxo (λύνω) < laxus (λυτός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *slǵ-so (αδύναμος, ασθενικός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.ziŋ/ & /ˈli.ziŋɡ/
Ουσιαστικό
λίζινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) (οικονομία) η ενοικίαση αυτοκινήτων (ή άλλων οχημάτων, αντικειμένων, μηχανημάτων κ.λπ.) για σχετικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.