χρησμολόγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χρησμολόγιον | τὰ | χρησμολόγιᾰ |
| γενική | τοῦ | χρησμολογίου | τῶν | χρησμολογίων |
| δοτική | τῷ | χρησμολογίῳ | τοῖς | χρησμολογίοις |
| αιτιατική | τὸ | χρησμολόγιον | τὰ | χρησμολόγιᾰ |
| κλητική ὦ! | χρησμολόγιον | χρησμολόγιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρησμολογίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρησμολογίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρησμολόγιον < αρχαία ελληνική χρησμ(ός) + -ο- + -λόγιον
Πηγές
- χρησμολόγιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.