χρησμολόγιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χρησμολόγιον τὰ χρησμολόγι
      γενική τοῦ χρησμολογίου τῶν χρησμολογίων
      δοτική τῷ χρησμολογί τοῖς χρησμολογίοις
    αιτιατική τὸ χρησμολόγιον τὰ χρησμολόγι
     κλητική ! χρησμολόγιον χρησμολόγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρησμολογίω
γεν-δοτ τοῖν  χρησμολογίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρησμολόγιον < αρχαία ελληνική χρησμ(ός) + -ο- + -λόγιον

Ουσιαστικό

χρησμολόγιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. χρησμός
  2. βιβλίο με χρησμούς, χρησμολόγιο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.