χρηματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρηματίζομαι < αρχαία ελληνική χρηματίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος χρηματίζω < χρῆμα < χράομαι / χρῶμαι < χρή
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾi.maˈti.zo.me/
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρηματίζομαι | χρηματιζόμουν(α) | θα χρηματίζομαι | να χρηματίζομαι | ||
| β' ενικ. | χρηματίζεσαι | χρηματιζόσουν(α) | θα χρηματίζεσαι | να χρηματίζεσαι | (χρηματίζου) | |
| γ' ενικ. | χρηματίζεται | χρηματιζόταν(ε) | θα χρηματίζεται | να χρηματίζεται | ||
| α' πληθ. | χρηματιζόμαστε | χρηματιζόμαστε χρηματιζόμασταν |
θα χρηματιζόμαστε | να χρηματιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | χρηματίζεστε | χρηματιζόσαστε χρηματιζόσασταν |
θα χρηματίζεστε | να χρηματίζεστε | (χρηματίζεστε) | |
| γ' πληθ. | χρηματίζονται | χρηματίζονταν χρηματιζόντουσαν |
θα χρηματίζονται | να χρηματίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρηματίστηκα | θα χρηματιστώ | να χρηματιστώ | χρηματιστεί | ||
| β' ενικ. | χρηματίστηκες | θα χρηματιστείς | να χρηματιστείς | χρηματίσου | ||
| γ' ενικ. | χρηματίστηκε | θα χρηματιστεί | να χρηματιστεί | |||
| α' πληθ. | χρηματιστήκαμε | θα χρηματιστούμε | να χρηματιστούμε | |||
| β' πληθ. | χρηματιστήκατε | θα χρηματιστείτε | να χρηματιστείτε | χρηματιστείτε | ||
| γ' πληθ. | χρηματίστηκαν χρηματιστήκαν(ε) |
θα χρηματιστούν(ε) | να χρηματιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω χρηματιστεί | είχα χρηματιστεί | θα έχω χρηματιστεί | να έχω χρηματιστεί | χρηματισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις χρηματιστεί | είχες χρηματιστεί | θα έχεις χρηματιστεί | να έχεις χρηματιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει χρηματιστεί | είχε χρηματιστεί | θα έχει χρηματιστεί | να έχει χρηματιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρηματιστεί | είχαμε χρηματιστεί | θα έχουμε χρηματιστεί | να έχουμε χρηματιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε χρηματιστεί | είχατε χρηματιστεί | θα έχετε χρηματιστεί | να έχετε χρηματιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρηματιστεί | είχαν χρηματιστεί | θα έχουν χρηματιστεί | να έχουν χρηματιστεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
χρηματίζομαι
- παθητική φωνή: παίρνω απάντηση ή προειδοποίηση
- μέση φωνή: εμπορεύομαι, έχω δοσοληψίες, κερδίζω χρήματα
- και → δείτε τη λέξη χρηματίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.