δωροδοκούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δωροδοκούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δωροδοκώ

Ρήμα

δωροδοκούμαι

  • εξαγοράζομαι με χρήματα ή με κάτι άλλο που επιθυμώ ώστε να ενεργήσω παράνομα, παράτυπα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.