χρεώλυτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρεώλυτρο τα χρεώλυτρα
      γενική του χρεώλυτρου
& χρεωλύτρου
των χρεώλυτρων
& χρεωλύτρων
    αιτιατική το χρεώλυτρο τα χρεώλυτρα
     κλητική χρεώλυτρο χρεώλυτρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρεώλυτρο < αρχαία ελληνική χρέως + λύτρον

Ουσιαστικό

χρεώλυτρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.