χρεωλυσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρεωλυσία | οι | χρεωλυσίες |
| γενική | της | χρεωλυσίας | των | χρεωλυσιών |
| αιτιατική | τη | χρεωλυσία | τις | χρεωλυσίες |
| κλητική | χρεωλυσία | χρεωλυσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
χρεωλυσία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.