χρίβνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρίβνια οι χρίβνιες
      γενική της χρίβνιας των χριβνιών
    αιτιατική τη χρίβνια τις χρίβνιες
     κλητική χρίβνια χρίβνιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρίβνια < ρωσική гривна

Ουσιαστικό

χρίβνια θηλυκό (αναφέρεται και ως ουδέτερο, άκλιτο)

  • (νόμισμα) της Ουκρανίας
      Ουκρανία: Κυκλοφόρησε νέο συλλεκτικό χαρτονόμισμα των 20 χρίβνια για την πρώτη επέτειο της ρωσικής εισβολής (εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 23.02.2023 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.