χρίβνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρίβνα | οι | χρίβνες |
| γενική | της | χρίβνας | των | χριβνών |
| αιτιατική | τη | χρίβνα | τις | χρίβνες |
| κλητική | χρίβνα | χρίβνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρίβνα < ρωσική гривна
Μεταφράσεις
χρίβνα
|
→ δείτε τη λέξη χρίβνια |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.