χοιράς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χοιράς < χοῖρος
Επίθετο
χοιράς-άδος θηλυκό
- ο χαμηλός, ο κοντός, για λίθους
- κώπαν σχάσον, ταχύ δ᾽ ἄγκυραν ἔρεισον χθονί πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (Πίνδαρος)
- που έχει σχήμα σαν της ράχης του γουρουνιού
Ουσιαστικό
χοιράς θηλυκό
- ο σκόπελος αλλά ίσως και ο ύφαλος
- χειράς ἀμυδρά ίσως σε αντιδιαστολή προς το σκόπελοι ὀξέες
- ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός. ἀκταί δέ Μυκόνου Δήλιοί τε χοιράδες, Σκῦρός τε Λῆμνός θ᾽ αἱ Καφήρειοί τ᾽ ἄκραι πολλῶν θανόντων σώμαθ᾽ ἕξουσιν νεκρῶν.
- στον πληθυντικό, αι χοιράδες: ίσως οι Συμπληγάδες πέτρες (στον Θεόκριτο) και ονομασία βραχονησίδων
- καὶ ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς Χοιράδας νήσους Ἰαπυγίας (Θουκ. μάλλον για θαλάσσια περιοχή κοντά στο Τάραντο)
- το οίδημα, το μικρό πρήξιμο στους αδένες
- ἕλμινθες στρογγύλαι, ἀσκαρίδες, ἀκροχορδόνες, σατυριασμοί, χοιράδες, καί τἄλλα φύματα (Ιπποκράτης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.