χοιράς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χοιράς < χοῖρος

Επίθετο

χοιράς-άδος θηλυκό

  1. ο χαμηλός, ο κοντός, για λίθους
    κώπαν σχάσον, ταχύ δ᾽ ἄγκυραν ἔρεισον χθονί πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (Πίνδαρος)
  2. που έχει σχήμα σαν της ράχης του γουρουνιού


Ουσιαστικό

χοιράς θηλυκό

  1. ο σκόπελος αλλά ίσως και ο ύφαλος
    χειράς ἀμυδρά ίσως σε αντιδιαστολή προς το σκόπελοι ὀξέες
    ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός. ἀκταί δέ Μυκόνου Δήλιοί τε χοιράδες, Σκῦρός τε Λῆμνός θ᾽ αἱ Καφήρειοί τ᾽ ἄκραι πολλῶν θανόντων σώμαθ᾽ ἕξουσιν νεκρῶν.
  2. στον πληθυντικό, αι χοιράδες: ίσως οι Συμπληγάδες πέτρες (στον Θεόκριτο) και ονομασία βραχονησίδων
    καὶ ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς Χοιράδας νήσους Ἰαπυγίας (Θουκ. μάλλον για θαλάσσια περιοχή κοντά στο Τάραντο)
  3. το οίδημα, το μικρό πρήξιμο στους αδένες
    ἕλμινθες στρογγύλαι, ἀσκαρίδες, ἀκροχορδόνες, σατυριασμοί, χοιράδες, καί τἄλλα φύματα (Ιπποκράτης)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.