σκόπελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκόπελος οι σκόπελοι
      γενική του σκοπέλου των σκοπέλων
    αιτιατική τον σκόπελο τους σκοπέλους
     κλητική σκόπελε σκόπελοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκόπελος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκόπελος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsko.pe.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκόπελος

Ουσιαστικό

σκόπελος αρσενικό

  1. (γεωγραφία) βράχια που εξέχουν από τη θάλασσα, με επιφάνεια που είναι πολύ μικρή, για να χαρακτηριστούν βραχονησίδα
  2. (μεταφορικά) εμπόδιο που προκαλεί προβλήματα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.