χοιρίδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χοιρίδιον τὰ χοιρίδι
      γενική τοῦ χοιριδίου τῶν χοιριδίων
      δοτική τῷ χοιριδί τοῖς χοιριδίοις
    αιτιατική τὸ χοιρίδιον τὰ χοιρίδι
     κλητική ! χοιρίδιον χοιρίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοιριδίω
γεν-δοτ τοῖν  χοιριδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοιρίδιον < χοῖρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

Ουσιαστικό

χοιρίδιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.