αποθυμιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθυμιά οι αποθυμιές
      γενική της αποθυμιάς των αποθυμιών
    αιτιατική την αποθυμιά τις αποθυμιές
     κλητική αποθυμιά αποθυμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποθυμιά < μεσαιωνική ελληνική αποθυμιά < αποθυμώ

Ουσιαστικό

αποθυμιά θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) άλλη μορφή του επιθυμία
  2. (ιδιωματικό) νοσταλγία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.