χονδρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χονδρικός η χονδρική το χονδρικό
      γενική του χονδρικού της χονδρικής του χονδρικού
    αιτιατική τον χονδρικό τη χονδρική το χονδρικό
     κλητική χονδρικέ χονδρική χονδρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χονδρικοί οι χονδρικές τα χονδρικά
      γενική των χονδρικών των χονδρικών των χονδρικών
    αιτιατική τους χονδρικούς τις χονδρικές τα χονδρικά
     κλητική χονδρικοί χονδρικές χονδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χονδρικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

χονδρικός

  1. σχετικός με χόνδρο
  2. χοντρικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.