χολώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χολώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χολ(ῶ), συνηρημένος τύπος του χολόω + -ώνω < χολή

Προφορά

ΔΦΑ : /xoˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χολώνω

Ρήμα

χολώνω, αόρ.: χόλωσα, παθ.φωνή: χολώνομαι, π.αόρ.: χολώθηκα, μτχ.π.π.: χολωμένος

  • κάνω κάποιον να θυμώσει, τον θυμώνω
    πικράθηκε και χολώθηκε όταν άκουσε αυτά τα προσβλητικά λόγια

Συγγενικά

και

 και δείτε τη λέξη χολή

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.