χολόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χολόω < χόλος

Ρήμα

χολόω-χολώ (και χολάω, μέσο: χολόομαι-χολοῦμαι

  1. θυμώνω κάποιον, τον εξοργίζω
  2. εξοργίζομαι εγώ
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 763 (στίχοι 762-763)
    Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τί μοι κεχολώσεαι, αἴ κεν Ἄρηα | λυγρῶς πεπληγυῖα μάχης ἐξαποδίωμαι;»
    Τάχα σ᾽ εμέ θα χολωθείς, πατέρ᾽, αν εγώ διώξω | μ᾽ ελεεινά κτυπήματα τον Άρη από την μάχην; »
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.