χολολιθίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χολολιθίαση οι χολολιθιάσεις
      γενική της χολολιθίασης των χολολιθιάσεων
    αιτιατική τη χολολιθίαση τις χολολιθιάσεις
     κλητική χολολιθίαση χολολιθιάσεις
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χολολιθίαση < (καθαρεύουσα) χολολιθίασις < (χολή) χολο- + λιθίασις

Ουσιαστικό

χολολιθίαση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.