λιθίασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λιθίασῐς αἱ λιθιάσεις
      γενική τῆς λιθιάσεως τῶν λιθιάσεων
      δοτική τῇ λιθιάσει ταῖς λιθιάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λιθίασῐν τὰς λιθιάσεις
     κλητική ! λιθίασῐ λιθιάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιθιάσει
γεν-δοτ τοῖν  λιθιασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθίασις < λιθ(ιόω) + -ίασις < λίθος

Ουσιαστικό

λιθίασις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.