λιθίασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λιθίασῐς | αἱ | λιθιάσεις |
| γενική | τῆς | λιθιάσεως | τῶν | λιθιάσεων |
| δοτική | τῇ | λιθιάσει | ταῖς | λιθιάσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | λιθίασῐν | τὰς | λιθιάσεις |
| κλητική ὦ! | λιθίασῐ | λιθιάσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιθιάσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λιθιασέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιθίασις < λιθ(ιόω) + -ίασις < λίθος
Πηγές
- λιθίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.