cholesterol

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cholesterol (en)

  1. χοληστερίνη, χοληστερόλη



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

cholesterol < αγγλική cholesterol

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌxɔlɛˈstɛrɔl/
 

Ουσιαστικό

cholesterol (pl) αρσενικό

  1. η χοληστερίνη, η χοληστερόλη



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

cholesterol (sk) αρσενικό

  1. η χοληστερίνη, η χοληστερόλη



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

cholesterol (cs) αρσενικό

  1. η χοληστερίνη, η χοληστερόλη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.