χλόμιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χλόμιασμα τα χλομιάσματα
      γενική του χλομιάσματος των χλομιασμάτων
    αιτιατική το χλόμιασμα τα χλομιάσματα
     κλητική χλόμιασμα χλομιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλόμιασμα < χλομός και χλωμός

Ουσιαστικό

χλόμιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.