χλομιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χλομιάζω < χλομός + -ιάζω

Ρήμα

χλομιάζω, πρτ.: χλόμιαζα, στ.μέλλ.: θα χλομιάσω, αόρ.: χλόμιασα

  • γίνομαι χλομός, πχ από σωματικό πόνο ή ψυχική ταραχή

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.