χλιμίντρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χλιμίντρισμα | τα | χλιμιντρίσματα |
| γενική | του | χλιμιντρίσματος | των | χλιμιντρισμάτων |
| αιτιατική | το | χλιμίντρισμα | τα | χλιμιντρίσματα |
| κλητική | χλιμίντρισμα | χλιμιντρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χλιμίντρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χλιμίντρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.