χρεμέτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρεμέτισμα | τα | χρεμετίσματα |
| γενική | του | χρεμετίσματος | των | χρεμετισμάτων |
| αιτιατική | το | χρεμέτισμα | τα | χρεμετίσματα |
| κλητική | χρεμέτισμα | χρεμετίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρεμέτισμα < ελληνιστική κοινή χρεμέτισμα < αρχαία ελληνική χρεμετισμός
Μεταφράσεις
χρεμέτισμα
|
→ δείτε τη λέξη χλιμίντρισμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.