χλιαρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλιαρότητα οι χλιαρότητες
      γενική της χλιαρότητας των χλιαροτήτων
    αιτιατική τη χλιαρότητα τις χλιαρότητες
     κλητική χλιαρότητα χλιαρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλιαρότητα < ελληνιστική κοινή χλιαρότης < αρχαία ελληνική χλιαρός (και ιωνικός τύπος χλιερός: υπόθερμος, αδιάφορος) χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω)

Ουσιαστικό

χλιαρότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.