χιονομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιονομετρικός | η | χιονομετρική | το | χιονομετρικό |
| γενική | του | χιονομετρικού | της | χιονομετρικής | του | χιονομετρικού |
| αιτιατική | τον | χιονομετρικό | τη | χιονομετρική | το | χιονομετρικό |
| κλητική | χιονομετρικέ | χιονομετρική | χιονομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιονομετρικοί | οι | χιονομετρικές | τα | χιονομετρικά |
| γενική | των | χιονομετρικών | των | χιονομετρικών | των | χιονομετρικών |
| αιτιατική | τους | χιονομετρικούς | τις | χιονομετρικές | τα | χιονομετρικά |
| κλητική | χιονομετρικοί | χιονομετρικές | χιονομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιονομετρικός < χιονομετρ(ία) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ço.no.me.tɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐με‐τρι‐κός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χιονομετρικός
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.