χιονιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χιονιστής | οι | χιονιστές |
| γενική | του | χιονιστή | των | χιονιστών |
| αιτιατική | τον | χιονιστή | τους | χιονιστές |
| κλητική | χιονιστή | χιονιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ço.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νι‐στής
Ουσιαστικό
χιονιστής αρσενικό
Μεταφράσεις
χιονιστής
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.