χιονάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χιονάνθρωπος | οι | χιονάνθρωποι |
| γενική | του | χιονάνθρωπου & χιονανθρώπου |
των | χιονάνθρωπων & χιονανθρώπων |
| αιτιατική | τον | χιονάνθρωπο | τους | χιονάνθρωπους & χιονανθρώπους |
| κλητική | χιονάνθρωπε | χιονάνθρωποι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.JPG.webp)