χιλιοφορεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιλιοφορεμένος | η | χιλιοφορεμένη | το | χιλιοφορεμένο |
| γενική | του | χιλιοφορεμένου | της | χιλιοφορεμένης | του | χιλιοφορεμένου |
| αιτιατική | τον | χιλιοφορεμένο | τη | χιλιοφορεμένη | το | χιλιοφορεμένο |
| κλητική | χιλιοφορεμένε | χιλιοφορεμένη | χιλιοφορεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιλιοφορεμένοι | οι | χιλιοφορεμένες | τα | χιλιοφορεμένα |
| γενική | των | χιλιοφορεμένων | των | χιλιοφορεμένων | των | χιλιοφορεμένων |
| αιτιατική | τους | χιλιοφορεμένους | τις | χιλιοφορεμένες | τα | χιλιοφορεμένα |
| κλητική | χιλιοφορεμένοι | χιλιοφορεμένες | χιλιοφορεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
χιλιοφορεμένος
- το πολυφερεμένο ρούχο, αυτό που έχει φθαρεί επειδή κάποιος το φόρεσε πάρα πολλές φορές ή που για τον ίδιο λόγο το βαρέθηκε
- το στυλ ρούχου που το έχουν φορέσει πολλοί άλλοι άνθρωποι, που δεν θεωρείται από κάποιους αρμόζον να το φορέσουν εκείνοι επειδή ακριβώς δεν είναι μοναδικό ή έστω σπάνιο, που είναι μπανάλ
- για φράσεις, αστεία που έχουν καταντήσει βαρετά
Μεταφράσεις
χιλιοφορεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.