χιλιομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιλιομετρικός | η | χιλιομετρική | το | χιλιομετρικό |
| γενική | του | χιλιομετρικού | της | χιλιομετρικής | του | χιλιομετρικού |
| αιτιατική | τον | χιλιομετρικό | τη | χιλιομετρική | το | χιλιομετρικό |
| κλητική | χιλιομετρικέ | χιλιομετρική | χιλιομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιλιομετρικοί | οι | χιλιομετρικές | τα | χιλιομετρικά |
| γενική | των | χιλιομετρικών | των | χιλιομετρικών | των | χιλιομετρικών |
| αιτιατική | τους | χιλιομετρικούς | τις | χιλιομετρικές | τα | χιλιομετρικά |
| κλητική | χιλιομετρικοί | χιλιομετρικές | χιλιομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιλιομετρικός < χιλιόμετρο
Μεταφράσεις
χιλιομετρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.