χιλιοειπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιλιοειπωμένος | η | χιλιοειπωμένη | το | χιλιοειπωμένο |
| γενική | του | χιλιοειπωμένου | της | χιλιοειπωμένης | του | χιλιοειπωμένου |
| αιτιατική | τον | χιλιοειπωμένο | τη | χιλιοειπωμένη | το | χιλιοειπωμένο |
| κλητική | χιλιοειπωμένε | χιλιοειπωμένη | χιλιοειπωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιλιοειπωμένοι | οι | χιλιοειπωμένες | τα | χιλιοειπωμένα |
| γενική | των | χιλιοειπωμένων | των | χιλιοειπωμένων | των | χιλιοειπωμένων |
| αιτιατική | τους | χιλιοειπωμένους | τις | χιλιοειπωμένες | τα | χιλιοειπωμένα |
| κλητική | χιλιοειπωμένοι | χιλιοειπωμένες | χιλιοειπωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.