χέλυς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χέλυς < χέλειον ίσως από ρίζα που σήμαινε αρχικά το κιτρινοπράσινο χρώμα

Ουσιαστικό

χέλυς, γενική: χέλυος θηλυκό

  1. το όστρακο της χελώνας
  2. η χελώνα
  3. η λύρα (επειδή το ηχείο του πρωτοκατασκευάστηκε με όστρακο χελώνας)
  4. το κυρτό στέρνο, το κυρτό στήθος


Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.