-ώνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ώνη αἱ -ῶναι
      γενική τῆς -ώνης τῶν -ωνῶν
      δοτική τῇ -ών ταῖς -ώναις
    αιτιατική τὴν -ώνην τὰς -ώνᾱς
     κλητική ! -ώνη -ῶναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ών
γεν-δοτ τοῖν  -ώναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ώνη < λείπει η ετυμολογία

Επίθημα

-ώνη θηλυκό

  • παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών
    ἀνεμώνη, ῥᾳστώνη, χελώνη

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνη στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -ώνη @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Πηγές

  • s.v. «ραστώνη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.