αβροφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβροφροσύνη | οι | αβροφροσύνες |
| γενική | της | αβροφροσύνης | των | (αβροφροσυνών) |
| αιτιατική | την | αβροφροσύνη | τις | αβροφροσύνες |
| κλητική | αβροφροσύνη | αβροφροσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αβροφροσύνη θηλυκό
- ευγένεια στη συμπεριφορά και στην ομιλία, λεπτότητα, προσήνεια
- ※ Ὅταν ἤμουν νέος και ἄγνωστος, ἡ επιθυμία μου νά τόν γνωρίσω μέ κρατοῦσε σέ συνεχῆ ἀνησυχία∙ δέν τολμοῦσα ὅμως νά τόν ἐπισκεφθῶ, ξέροντας πώς ποτέ δέν δεχόταν ἀγνώστους θαυμαστές∙ ἀλλά καί μήν ἔχοντας ἀκόμα τήν προσωπικότητα πού θά δικαιολογοῦσε μιάν ἐπίσκεψη συναδελφικῆς ἁβροφροσύνης.
- Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος (πολυτονικό σύστημα)
- ※ Ὅταν ἤμουν νέος και ἄγνωστος, ἡ επιθυμία μου νά τόν γνωρίσω μέ κρατοῦσε σέ συνεχῆ ἀνησυχία∙ δέν τολμοῦσα ὅμως νά τόν ἐπισκεφθῶ, ξέροντας πώς ποτέ δέν δεχόταν ἀγνώστους θαυμαστές∙ ἀλλά καί μήν ἔχοντας ἀκόμα τήν προσωπικότητα πού θά δικαιολογοῦσε μιάν ἐπίσκεψη συναδελφικῆς ἁβροφροσύνης.
Μεταφράσεις
αβροφροσύνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.