αβροφροσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβροφροσύνη οι αβροφροσύνες
      γενική της αβροφροσύνης των (αβροφροσυνών)
    αιτιατική την αβροφροσύνη τις αβροφροσύνες
     κλητική αβροφροσύνη αβροφροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβροφροσύνη < αβρός + φρονώ

Ουσιαστικό

αβροφροσύνη θηλυκό

  • ευγένεια στη συμπεριφορά και στην ομιλία, λεπτότητα, προσήνεια
      Ὅταν ἤμουν νέος και ἄγνωστος, ἡ επιθυμία μου νά τόν γνωρίσω μέ κρατοῦσε σέ συνεχῆ ἀνησυχία∙ δέν τολμοῦσα ὅμως νά τόν ἐπισκεφθῶ, ξέροντας πώς ποτέ δέν δεχόταν ἀγνώστους θαυμαστές∙ ἀλλά καί μήν ἔχοντας ἀκόμα τήν προσωπικότητα πού θά δικαιολογοῦσε μιάν ἐπίσκεψη συναδελφικῆς ἁβροφροσύνης.
    Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος (πολυτονικό σύστημα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.