χειρουργείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χειρουργείο | τα | χειρουργεία |
| γενική | του | χειρουργείου | των | χειρουργείων |
| αιτιατική | το | χειρουργείο | τα | χειρουργεία |
| κλητική | χειρουργείο | χειρουργεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειρουργείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χειρουργεῖον < χειρουργός

Επέμβαση σε χειρουργείο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ɾuɾˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρουρ‐γεί‐ο
Ουσιαστικό
χειρουργείο ουδέτερο
- αίθουσα νοσοκομείου (ή κλινικής) όπου γίνονται οι χειρουργικές επεμβάσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.