χάντμπολ
Νέα ελληνικά (el)

Γυναίκα παίζει χάντμπολ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxand.bol/
Ουσιαστικό
χάντμπολ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
-
χάντμπολ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- χάντμπολ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.