χειρομαλάκτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειρομαλάκτρια | οι | χειρομαλάκτριες |
| γενική | της | χειρομαλάκτριας | των | χειρομαλακτριών |
| αιτιατική | τη | χειρομαλάκτρια | τις | χειρομαλάκτριες |
| κλητική | χειρομαλάκτρια | χειρομαλάκτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειρομαλάκτρια < χειρομαλάκτης + -τρια
Μεταφράσεις
- χειρομαλάκτρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.