χειρομαλάκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χειρομαλάκτης | οι | χειρομαλάκτες |
| γενική | του | χειρομαλάκτη | των | χειρομαλακτών |
| αιτιατική | τον | χειρομαλάκτη | τους | χειρομαλάκτες |
| κλητική | χειρομαλάκτη | χειρομαλάκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειρομαλάκτης < χειρομαλάσσω + -της
Ουσιαστικό
χειρομαλάκτης[1] αρσενικό (θηλυκό: χειρομαλάκτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που κάνει χειρομαλάξεις
Μεταφράσεις
- χειρομαλάκτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.