χατιρικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χατιρικώς < χατιρικῶς λόγια λέξη της καθαρεύουσας για το χατιρικά
Επίρρημα
χατιρικώς
- λόγιο επίρρημα για το χαριστικά, σαν χάρη, χατιρικά, με τρόπο που εκφράζει εύνοια, μεροληψία, για την εκχώρηση αντικειμένου, δικαιωμάτων που κάποιος ή όντως δεν έχει κερδίσει με το σπαθί του ή που οι άλλοι θεωρούν ότι δεν του αξίζει
- ... βαθαίνει τη διεθνώς καλλιεργημένη αντίληψη ότι η χώρα μας χατιρικώς εντάσσεται στον προηγμένο κόσμο
- Εχεις πολλές απουσίες, αλλά θα πάρεις το απολυτήριο χατιρικώς μη χάσεις τη χρονιά σου, μια που είναι κι ο πατέρας σου συνάδελφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.