χαρτοπαιχτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτοπαιχτικός η χαρτοπαιχτική το χαρτοπαιχτικό
      γενική του χαρτοπαιχτικού της χαρτοπαιχτικής του χαρτοπαιχτικού
    αιτιατική τον χαρτοπαιχτικό τη χαρτοπαιχτική το χαρτοπαιχτικό
     κλητική χαρτοπαιχτικέ χαρτοπαιχτική χαρτοπαιχτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτοπαιχτικοί οι χαρτοπαιχτικές τα χαρτοπαιχτικά
      γενική των χαρτοπαιχτικών των χαρτοπαιχτικών των χαρτοπαιχτικών
    αιτιατική τους χαρτοπαιχτικούς τις χαρτοπαιχτικές τα χαρτοπαιχτικά
     κλητική χαρτοπαιχτικοί χαρτοπαιχτικές χαρτοπαιχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαρτοπαιχτικός < χαρτοπαικτικός, με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt] για προσαρμογή στη δημοτική.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xaɾ.to.pe.xtiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρτοπαιχτικός

Επίθετο

χαρτοπαιχτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.