χαναανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαναανικός | η | χαναανική | το | χαναανικό |
| γενική | του | χαναανικού | της | χαναανικής | του | χαναανικού |
| αιτιατική | τον | χαναανικό | τη | χαναανική | το | χαναανικό |
| κλητική | χαναανικέ | χαναανική | χαναανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαναανικοί | οι | χαναανικές | τα | χαναανικά |
| γενική | των | χαναανικών | των | χαναανικών | των | χαναανικών |
| αιτιατική | τους | χαναανικούς | τις | χαναανικές | τα | χαναανικά |
| κλητική | χαναανικοί | χαναανικές | χαναανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
χαναανικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.