Χαναάν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Χαναάν < εβραϊκή כנען (k'ná'an).

Κύριο όνομα

Χαναάν άκλιτο

  1. (θηλυκό) (& Καναάν ή Κναναάν ή Χαναάν) είναι ο αρχαίος όρος για μια περιοχή που αντιστοιχεί περίπου στο σημερινό Ισραήλ/Παλαιστίνη και περιλαμβάνει τη Δυτική Όχθη, τη δυτική Ιορδανία, τη νότια Συρία και τον Λίβανο έως τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας.
  2. (αρσενικό) βιβλικό πρόσωπο, γιος του Χαμ, εγγονός του Νώε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.