χαμομήλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμομήλι τα χαμομήλια
      γενική του χαμομηλιού των χαμομηλιών
    αιτιατική το χαμομήλι τα χαμομήλια
     κλητική χαμομήλι χαμομήλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμομήλι < (ελληνιστική κοινή) χαμαίμηλον
Λιβάδι με χαμομήλια.

Ουσιαστικό

χαμομήλι ουδέτερο

  1. κοινή ονομασία για τα ετήσια ποώδη φυτά του γένους Chamomilla που μοιάζει με μαργαρίτα
  2. (ειδικότερα) το είδος Χαμαίμηλον το κοινόν (Chamomilla recutita)
  3. (ειδικότερα) τα αποξηραμένα άνθη του φυτού και το αφέψημα που φτιάχνεται με αυτά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.